Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωροφύλακας οι χωροφύλακες
& χωροφυλάκοι
      γενική του χωροφύλακα των χωροφυλάκων
    αιτιατική τον χωροφύλακα τους χωροφύλακες
& χωροφυλάκους
     κλητική χωροφύλακα χωροφύλακες
& χωροφυλάκοι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Και κλητική ενικού στην καθαρεύουσα ή σε ειρωνικό ύφος: χωροφύλαξ.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροφύλαξ (φύλακας περιοχής). Συγχρονικά αναλύεται σε χώρ(α) + -ο- + -φύλακας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.ɾoˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χω‐ρο‐φύ‐λα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωροφύλακας αρσενικό

  1. (γενικότερα, επάγγελμα) μέλος της χωροφυλακής
  2. (ειδικότερα) ο κατώτατος βαθμός στη χωροφυλακή
  3. (μεταφορικά) που επιτηρεί, που επιβάλλει τη θέλησή του στους άλλους
    από τότε που ήρθε η θεία μας στο σπίτι μουσαφίρισσα, έχουμε μόνιμα ένα χωροφύλακα που δεν του ξεφεύγει τίποτα!

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία