ĝendarmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ĝendarmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝendarmo | ĝendarmoj |
αιτιατική | ĝendarmon | ĝendarmojn |
ĝendarmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝendarmo | ĝendarmoj |
αιτιατική | ĝendarmon | ĝendarmojn |
ĝendarmo (eo)