χρυσόβουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσόβουλο < μεσαιωνική ελληνική χρυσόβουλλον < χρυσο- + βούλλα/βούλα
- Γράφεται με ένα λ, καθώς έχει απλοποιηθεί ορθογραφικά
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσόβουλο ουδέτερο
- (ιστορία) διάταγμα που το υπογράφει ο βυζαντινός αυτοκράτορας με χρυσά γράμματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσόβουλο