διάταγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάταγμα < ελληνιστική διάταγμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάταγμα ουδέτερο
- ονομασία γραπτών εντολών, από υψηλά ιστάμενη αρχή της εκτελεστικής εξουσίας, που έχει και νομοθετικό χαρακτήρα
- με το διάταγμα των Μεδιολάνων νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπομένη θρησκεία»