χρυσή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρυσή | ||
γενική | της | χρυσής | ||
αιτιατική | τη | χρυσή | ||
κλητική | χρυσή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾiˈsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σή
- ομόηχο: χρυσοί
- τονικό παρώνυμο: χρήση, Χρύση
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσή θηλυκό στον ενικό
- (λαϊκότροπο) ίκτερος
- ※ Σκεφτείτε μια κοινωνία που να θέλει χαρτορίχτρες, φλυτζανούδες, βλάχους [ορθοπεδικούς] τι να σας πω. Είχαν ειδικότητες. Η μια ήταν ξεματιάστρα. Η άλλη έλυνε τα μάγια, η άλλη έκοβε το λιόκρο, [ τη χρυσή.] Και πολλές έκαναν αλοιφές για όλα. (Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωμά, Λάμπρο Μίχος, ο φούρναρης και πρακτικός γιατρός της Παραμυθιάς, 2015 [1])
- ≈ συνώνυμα: λιόκρουση, → δείτε και τη λέξη ίκτερος
Εκφράσεις επεξεργασία
- βγάζω τη χρυσή
- παθαίνω ίκτερο και κιτρινίζω
- θυμώνω υπερβολικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χρυσή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χρυσή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας