ίκτερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίκτερος | οι | ίκτεροι |
γενική | του | ίκτερου | των | ίκτερων |
αιτιατική | τον | ίκτερο | τους | ίκτερους |
κλητική | ίκτερε | ίκτεροι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίκτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴκτερος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίκτερος αρσενικό
- (ιατρική): σύμπτωμα ηπατικής πάθησης που εκδηλώνεται με το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα που παίρνει το δέρμα λόγω της παρουσίας ουσιών της χολής στο αίμα
- ↪ το νεογέννητο παρουσίασε ίκτερο και έπρεπε να μείνει στο μαιευτήριο για παρακολούθηση
Συνώνυμα επεξεργασία
- (λαϊκότροπο): χρυσή
- (δημοτική): → δείτε τη λέξη λιόκρουγμα με πολλές μορφές
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ίκτερος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίκτερος
|