Δείτε επίσης: χρονοτριβῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονοτριβώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρονοτριβῶ, χρονοτριβέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χρονο- + τρίβω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.no.tɾiˈvo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐τρι‐βώ

  Ρήμα επεξεργασία

χρονοτριβώ, πρτ.: χρονοτριβούσα, αόρ.: χρονοτρίβησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία