αργοπορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo.poˈɾo/
Ρήμα επεξεργασία
αργοπορώ
- φτάνω κάπου με καθυστέρηση
- πορεύομαι με αργό ρυθμό
- (μεταφορικά) κάνω κάτι με αργό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αργοπορώ