χρηματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρηματισμός < αρχαία ελληνική χρηματισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρηματισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χρηματισμός < χρηματίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρηματισμός αρσενικό
- το να κάνεις κάτι για να κερδίσεις, η απόκτηση χρημάτων, η εργασία, το επάγγελμα,
- τοὺς χρηματισμοὺς τοὺς παρὰ τὸ δίκαιον γιγνομένους ἡγεῖσθε μὴ πλοῦτον ἀλλὰ... (Ισοκράτης)
- ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ ὁ Λυκοῦργος τοῖς μὲν ἐλευθέροις τῶν μὲν ἀμφὶ χρηματισμὸν ἀπεῖπε μηδενὸς ἅπτεσθαι, ὅσα δὲ ἐλευθερίαν ταῖς πόλεσι παρασκευάζει, ταῦτα ἔταξε μόνα ἔργα αὑτῶν νομίζειν (Ξενοφ.)
- η υποδοχή πρεσβείας (μεταγενέστερη έννοια)