Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματίζω < αρχαία ελληνική χρηματίζω < χρῆμα < χράομαι / χρῶμαι < χρή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρη‐μα‐τί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρηματίζω, αόρ.: χρημάτισα (παθητική φωνή, με άλλη έννοια): χρηματίζομαι)

  1. (συνήθως στο αοριστικό θέμα) υπηρετώ ως οιονεί λειτουργός σε κάποιο δημόσιο αξίωμα ή σε κάποια σημαντική θέση
     συνώνυμα: διατελώ, υπηρετώ
    Χρημάτισε υπουργός επί ΝΔ αλλά και επί ΠΑΣΟΚ
  2. (μεταφορικά) δωροδοκώ, λαδώνω
  3. παθητική φωνή: χρηματίζομαι: δωροδοκούμαι, λαδώνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματίζω < χρῆμα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

χρηματίζω

  1. ασχολούμαι, συναντώ, συζητώ κάτι σπουδαίο, έχω συναλλαγές, έχω "πάρε δώσε", διαπραγματεύομαι
    • καὶ ὅσα δεῖ χρηματίζειν τὴν βουλήν, καὶ ὅ τι ἐν ἑκάστῃ τῇ ἡμέρᾳ.... οὗτοι προγράφουσι: και αυτοί ορίζουν γραπτά εκ των προτέρων όσα πρέπει να απασχολήσουν τη βουλή και χωριστά κάθε θέμα για κάθε μέρα
    • ἤθελε ἐς τὰ βασιλήια ἐσελθὼν χρηματίσασθαι τῷ βασιλέι: ήθελε νε μπει στο παλάτι και να συναντήσει το βασιλιά (Ηρόδοτος)
    • οὐ τὸ μὲν ψήφισμα ‘οὐδαμοῦ μόνους ἐντυγχάνειν Φιλίππῳ,’ οὗτοι δ᾽ οὐδὲν ἐπαύσαντ᾽ ἰδίᾳ χρηματίζοντες; : <και ρωτώ>, αφού το ψήφισμα έλεγε "να μη συναντήσουν επ' ουδενί τον Φίλιππο", αυτοί γιατί δεν έπαψαν να συσκέπτονται μαζί του και μάλιστα κατ’ ιδίαν; (Δημοσθένης)
  2. κερδίζω χρήμα, επωφελούμαι
    • ...ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων χρηματιζόμενον: που βγάζει κέρδος από τις ιδιωτικές διαμάχες (ενν. το σοφιστή)-Πλάτ.
    • καὶ οἱ ξένοι οἱ μὲν ἀναγκαστοὶ ἐσβάντες εὐθὺς κατὰ τὰς πόλεις ἀποχωροῦσιν,οἱ δὲ ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ τὸ πρῶτον ἐπαρθέντες καὶ οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι οἱ μὲν ἐπ᾽ αὐτομολίας προφάσει ἀπέρχονται, οἱ δὲ ὡς ἕκαστοι δύνανται (πολλὴ δ᾽ ἡ Σικελία): και οι ξένοι ναύτες που είχαν επιβιβαστεί αναγκαστικά, το σκάνε και φεύγουν πρς διάφορες πόλεις, εκείνοι δε που είχαν έρθει <στο ναυτικό μας> για το μεγάλο μισθό και νομίζοντας ότι μάλλον θα έβγαζαν εύκολο χρήμα|κέρδος παρά θα δίνανε μάχες, έφευγαν τώρα κι αυτοί είτε αυτομολώντας στον εχθρό είτε όπου μπορούσε ο καθένας (γιατί είναι και μεγάλη η Σικελία)- Θουκ. Πελοπ. Πόλ.
  3. δίνω χρησμό και παίρνω χρησμό, απόκριση από το Μαντείο (ελληνιστική έννοια)
  4. διατελώ υπεύθυνος σε μια δημόσια θέση (ελληνιστική έννοια)
    • χρηματίζειν βασιλεύς (Πολύβιος)
  5. παίρνω το όνομά μου, γενικά αποκαλούμαι, καλούμαι
    Διὸ καὶ νόμος ἦν τοῖς Ξανθίοις μὴ πατρόθεν ἀλλ´ ἀπὸ μητέρων χρηματίζειν:...γι' αυτό και ο νόμος όριζε στην Ξάνθο <αρχαία Λυκία> να παίρνουν το μητρικό και όχι το πατρικό όνομα (Πλούταρχος, Γυναικών Αρεταί)
    ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ (Παύλος, Προς Ρωμαίους)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία