Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χουβαρντάς οι χουβαρντάδες
      γενική του χουβαρντά των χουβαρντάδων
    αιτιατική τον χουβαρντά τους χουβαρντάδες
     κλητική χουβαρντά χουβαρντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουβαρντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική hovarda (σπάταλος) < περσική خورده (khwārdā, φαγωμένος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χουβαρντάς αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία