Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιγκουνεύομαι < τσιγκούν(ης) + -εύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡuˈne.vo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

τσιγκουνεύομαι (αποθετικό)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία