χουβαρνταλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χουβαρνταλίκι | τα | χουβαρνταλίκια |
γενική | του | χουβαρνταλικιού | των | χουβαρνταλικιών |
αιτιατική | το | χουβαρνταλίκι | τα | χουβαρνταλίκια |
κλητική | χουβαρνταλίκι | χουβαρνταλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουβαρνταλίκι < τουρκική hovardalık
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουβαρνταλίκι ουδέτερο
- η γαλαντομία, η διάθεση χρημάτων για κεράσματα, δώρα, δάνεια προς όποιον χρειάζεται κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χουβαρντάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουβαρνταλίκι
|