χορευταράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χορευταράς < χορευτ(ής) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xo.ɾe.ftaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρευ‐τα‐ράς
Επίθετο επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χορευταράς | η | χορευταρού | το | χορευταράδικο |
γενική | του | χορευταρά | της | χορευταρούς | του | χορευταράδικου |
αιτιατική | τον | χορευταρά | τη | χορευταρού | το | χορευταράδικο |
κλητική | χορευταρά | χορευταρού | χορευταράδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χορευταράδες | οι | χορευταρούδες | τα | χορευταράδικα |
γενική | των | χορευταράδων | των | χορευταρούδων | των | χορευταράδικων |
αιτιατική | τους | χορευταράδες | τις | χορευταρούδες | τα | χορευταράδικα |
κλητική | χορευταράδες | χορευταρούδες | χορευταράδικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «χορευταράς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
χορευταράς, -ού, -άδικο [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
χορευταράς αρσενικό (θηλυκό χορευταρού)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις χορεύω και χορός
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορευταράς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λήγουν σε --αράς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- ↑ λήγουν σε -χορευταράς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)