Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονολαίλαπα οι χιονολαίλαπες
      γενική της χιονολαίλαπας των χιονολαιλάπων
    αιτιατική τη χιονολαίλαπα τις χιονολαίλαπες
     κλητική χιονολαίλαπα χιονολαίλαπες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονολαίλαπα < χιονο- + λαίλαπα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική snowsquall (μαρτυρείται από το 2022)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.noˈle.la.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐λαί‐λα‐πα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονολαίλαπα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία