Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονόπτωση οι χιονοπτώσεις
      γενική της χιονόπτωσης* των χιονοπτώσεων
    αιτιατική τη χιονόπτωση τις χιονοπτώσεις
     κλητική χιονόπτωση χιονοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιονοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονόπτωση < χιονό- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Schneefall[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çoˈno.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νό‐πτω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Χιονόπτωση στην πολιτεία της Νέας Υόρκης

χιονόπτωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία