χιονιάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιονιάς | οι | χιονιάδες |
γενική | του | χιονιά | των | χιονιάδων |
αιτιατική | τον | χιονιά | τους | χιονιάδες |
κλητική | χιονιά | χιονιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.ˈɲas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νιάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονιάς αρσενικό
- (μετεωρολογία) πολύ παγωμένος καιρός που συνοδεύεται από χιόνι ή που πιθανά θα φέρει χιόνι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χιόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονιάς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χιονιάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας