Δείτε επίσης: χιονάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιονιάς οι χιονιάδες
      γενική του χιονιά των χιονιάδων
    αιτιατική τον χιονιά τους χιονιάδες
     κλητική χιονιά χιονιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονιάς < χιονι(ά) + -άς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.ˈɲas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νιάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονιάς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία