Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονιά οι χιονιές
      γενική της χιονιάς των χιονιών
    αιτιατική τη χιονιά τις χιονιές
     κλητική χιονιά χιονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονιά < χιόν(ι) + -ιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονιά θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) πολύ παγωμένος καιρός με (πιθανότητα) χιονόπτωση(ς)
     συνώνυμα: χιονιάς
  2. μπάλα χιονιού
     συνώνυμα: χιονόμπαλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία