Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειρισμός οι χειρισμοί
      γενική του χειρισμού των χειρισμών
    αιτιατική τον χειρισμό τους χειρισμούς
     κλητική χειρισμέ χειρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρισμός < αρχαία ελληνική χειρισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του χειρίζομαι
  2. (ειδικότερα) ο χειρισμός (1) σε μία συγκεκριμένη στιγμή
  3. (μεταφορικά) ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να οργανώσουμε ή να διευθύνουμε ένα γεγονός, μια υπόθεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειρισμός < χειρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειρισμός αρσενικό

  1. ενέργεια με τα χέρια
  2. (συνεκδοχικά) η εγχείρηση