εγχείρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγχείρηση | οι | εγχειρήσεις |
γενική | της | εγχείρησης* | των | εγχειρήσεων |
αιτιατική | την | εγχείρηση | τις | εγχειρήσεις |
κλητική | εγχείρηση | εγχειρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγχειρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγχείρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγχείρη(σις) + -ση < ἐγχειρέω / ἐγχειρῶ < ἐν + χείρ.[1] Συγκρίνετε με το εγχείριση.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋˈçi.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐χεί‐ρη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εγχείρηση θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση, ιατρική πράξη με ειδικά όργανα, που περιλαμβάνει συνήθως τομή στο σώμα του ασθενούς, ώστε να γίνει δυνατή η επέμβαση σε εσωτερικά όργανα
- ※ Πάμε για εγχείρηση στομάχου στον Ευαγγελισμό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χέρι
Εκφράσεις επεξεργασία
- η εγχείρηση επέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε: ενώ έγιναν οι σωστές ενέργειες, ο αποτέλεσμα ήταν αποτυχημένο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εγχείρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας