Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χειά
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
χειά
<
ομόρριζο
των
χαίνω
,
χάος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειά
θηλυκό
( &
ιωνικός τύπος
χειή
)
λάκκος
,
οπή
,
τρύπα
, συνήθως για
φωλιά
ερπετών,
λημέρι
δράκων
ἐπί
χειῇ
(Ομηρος)
ἐφέστηκε
δὲ τῇ
χειᾷ
τοῦ δράκοντος
ἕλκον
τὸ
ξίφος
...
(Φιλόστρατος)
(
μεταφορικά
) το μέρος όπου θάβουμε κάτι
ἥβαν
γάρ οὐκ
ἄπειρον
ὑπό
χειᾷ
καλῶν
δάμασεν
: <να τον
παινεύουμε
> που δεν έθαψε
μες
σε μια τρύπα τα νιάτα του, στου καλού τον αγώνα αδοκίμαστος <να μείνει> (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος)