οπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπή | οι | οπές |
γενική | της | οπής | των | οπών |
αιτιατική | την | οπή | τις | οπές |
κλητική | οπή | οπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀπή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πή
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπή θηλυκό
- (λόγιο) τρύπα
- ※ Ἡ εἴσοδος ἦτο στενὴ καὶ σκοτεινή, εἰς δὲ τὸ βάθος ἠνοίγετο ὁ σταῦλος τετράγωνος καὶ ὁπωσοῦν εὐρύχωρος· ἀλλ’ οὐδ’ αὐτὸς εἶχε παράθυρον ἢ ἄλλην ὀπήν (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, κεφ. Δ΄)
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπή
→ δείτε τη λέξη τρύπα |