καλόν
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- καλόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλόν ουδέτερο
- η ομορφιά
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- καλόν: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καλόν