χείριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χείριστος < αρχαία ελληνική χείριστος υπερθετικός του επιθέτου χείρων και στη νεοελληνική του κακός μαζί με το κάκιστος
Επίθετο επεξεργασία
χείριστος (το θηλυκό λόγια και χειρίστη)
- ο χειρότερος από όλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
χείριστος
|