χασμουριάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χασμουριάρης | η | χασμουριάρα | το | χασμουριάρικο |
γενική | του | χασμουριάρη | της | χασμουριάρας | του | χασμουριάρικου |
αιτιατική | τον | χασμουριάρη | τη | χασμουριάρα | το | χασμουριάρικο |
κλητική | χασμουριάρη | χασμουριάρα | χασμουριάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χασμουριάρηδες | οι | χασμουριάρες | τα | χασμουριάρικα |
γενική | των | χασμουριάρηδων | — | των | χασμουριάρικων | |
αιτιατική | τους | χασμουριάρηδες | τις | χασμουριάρες | τα | χασμουριάρικα |
κλητική | χασμουριάρηδες | χασμουριάρες | χασμουριάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χασμουριάρης < χασμουρ(ιέμαι) + -άρης
Επίθετο επεξεργασία
χασμουριάρης
- που όλο χασμουριέται, ο νωθρός, ο ράθυμος, ο νυσταλέος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χασμουριάρης
|