νυσταλέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυσταλέος < (ελληνιστική κοινή) νυσταλέος
Επίθετο επεξεργασία
νυσταλέος, -α, -ο
- που πάντα νυστάζει
- (μεταφορικά) που δεν δείχνει ενεργητικότητα, αργός, νωθρός
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυσταλέος < νυστάζω
Επίθετο επεξεργασία
νυσταλέος, -α, -ον