Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρμόσυνος η χαρμόσυνη το χαρμόσυνο
      γενική του χαρμόσυνου της χαρμόσυνης του χαρμόσυνου
    αιτιατική τον χαρμόσυνο τη χαρμόσυνη το χαρμόσυνο
     κλητική χαρμόσυνε χαρμόσυνη χαρμόσυνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρμόσυνοι οι χαρμόσυνες τα χαρμόσυνα
      γενική των χαρμόσυνων των χαρμόσυνων των χαρμόσυνων
    αιτιατική τους χαρμόσυνους τις χαρμόσυνες τα χαρμόσυνα
     κλητική χαρμόσυνοι χαρμόσυνες χαρμόσυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρμόσυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαρμόσυνος → δείτε  χάρμα < χαίρω

  Επίθετο επεξεργασία

χαρμόσυνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία