χαρμόσυνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρμόσυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαρμόσυνος → δείτε χάρμα < χαίρω
Επίθετο επεξεργασία
χαρμόσυνος, -η, -ο
- που φέρνει χαρά
- ↪ χαρμόσυνο μήνυμα, χαρμόσυνη ατμόσφαιρα
- ↪ ο χαρμόσυνος ήχος της καμπάνας της εκκλησίας
- ≈ συνώνυμα: χαροποιός, ευφρόσυνος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χαρμόσυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαρμόσυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.