Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμηλοθώρα οι χαμηλοθώρες
      γενική της χαμηλοθώρας
    αιτιατική τη χαμηλοθώρα τις χαμηλοθώρες
     κλητική χαμηλοθώρα χαμηλοθώρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλοθώρα < χαμηλοθώρ(ης) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mi.loˈθo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λο‐θώ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμηλοθώρα θηλυκό και χαμηλοθωρούσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμηλοθώρης