Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμηλοθώρης οι χαμηλοθώρηδες
      γενική του χαμηλοθώρη των χαμηλοθώρηδων
    αιτιατική τον χαμηλοθώρη τους χαμηλοθώρηδες
     κλητική χαμηλοθώρη χαμηλοθώρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλοθώρης < χαμηλο- + θωρ(ώ) + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.mi.loˈθo.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λο‐θώ‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμηλοθώρης αρσενικό (θηλυκό χαμηλοθώρα και χαμηλοθωρούσα)

  1. που κοιτάει χαμηλά
     συνώνυμα: χαμηλομάτης
  2. ντροπαλός
     συνώνυμα: χαμηλοβλέφαρος
  3. ύπουλος, δόλιος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία