φωτορεπόρτερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτορεπόρτερ < γαλλική photoreporter ή γερμανική Fotoreporter < photo- (φωτο-) + reporter (ρεπόρτερ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτορεπόρτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα, φωτογραφία) ο φωτογράφος που καλύπτει την ειδησεογραφία φωτογραφικά είτε ως μισθωτός σε ένα έντυπο είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας που πουλά τα στιγμιότυπα που απαθανατίζει σε όποιο έντυπο ενδιαφέρεται.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτορεπόρτερ