Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεπόρτερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική reporter • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεπόρτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • (επάγγελμα) ο συντάκτης που κάνει ρεπορτάζ. Ο δημοσιογράφος που δεν είναι εσωτερικός συντάκτης, αλλά διερευνά θέματα με επιτόπιο ρεπορτάζ ή τηλεφωνικά ή με άλλα μέσα, ελέγχει μια είδηση χρησιμοποιώντας τις πηγές του και στη συνέχεια αναφέρει στους εσωτερικούς συντάκτες όσα γνωρίζει ώστε να συμφωνηθεί η έκταση και η γενική παρουσίαση του θέματός του, δηλαδή του ρεπορτάζ
    αστυνομικός ρεπόρτερ
    καλλιτεχνικός ρεπόρτερ ή ρεπόρτερ του καλλιτεχνικού (ρεπορτάζ, εννοείται)
    ρεπόρτερ υγείας - ο τάδε κάνει υγεία (στη γλώσσα της εφημερίδας, σημαίνει ότι αυτό το άτομο καλύπτει τα θέματα υγείας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία