φωτοβολταϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτοβολταϊκός < φωτο- (< αρχαία ελληνική φῶς) + βολταϊκός (< γαλλική voltaïque < Alessandro Volta)
Επίθετο επεξεργασία
φωτοβολταϊκός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στη μετατροπή της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική τάση
- (ουσιαστικοποιημένο) φωτοβολταϊκό: το σύστημα ή το πάνελ που συμβάλλει στην παραπάνω διαδικασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτοβολταϊκός