φωταγωγημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωταγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φωταγωγώ
Μετοχή επεξεργασία
φωταγωγημένος -η -ο
- που τον έχουν φωταγωγήσει, τον έχουν φωτίσει άπλετα
- φωταγωγημένο δρόμος / φωταγωγημένη αίθουσα