Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.siˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐ση‐τής

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φυσητής



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυσητής οἱ φυσηταί
      γενική τοῦ φυσητοῦ τῶν φυσητῶν
      δοτική τῷ φυσητ τοῖς φυσηταῖς
    αιτιατική τὸν φυσητήν τοὺς φυσητᾱ́ς
     κλητική ! φυσητᾰ́ φυσηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φυσηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυσητής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φυσάω, φυση- + -τής < φῦσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυσητής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία