Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρυγανίζω < φρύγανο

  Ρήμα επεξεργασία

φρυγανίζω

  1. ξεροψήνω
  2. ψήνω το ψωμί τόσο, ώστε να γίνει τραγανό


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρυγανίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

φρυγανίζω

  • μαζεύω προσανάμματα