φρου φρου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρου φρου < (λόγιο δάνειο) γαλλική frou-frou (θρόισμα υφάσματος) (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρου φρου ουδέτερο άκλιτο
- ο σιγανός ήχος, το θρόισμα που παράγεται από την κίνηση του υφάσματος γυναικείων ρούχων
- ≈ συνώνυμα: φουρφούρισμα (διαφορετικής ετυμολογίας), σουσούρισμα
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για άνθρωπο επιφανειακό, που θέλει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται με τρόπο ανούσιο
- ↪ ιδίως στην έκφραση: Είναι όλο φρου φρου κι αρώματα (: διόλου ουσιαστική προσωπικότητα)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- φρουφρού
- φρου-φρου (κατά τη γαλλική ορθογραφία)
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φρου φρου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φρου φρου - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- φρουφρού - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)