φρεσκοψημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
φρεσκοψημένος, -η, -ο
- που έχει μόλις ψηθεί, που μόλις έχει βγει από τον φούρνο
- ※ Μα μόλις πάρει να ξημερώνει, σύννεφα από μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού σκεπάζουν τα δεινά της νύχτας. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])