Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψήνομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
  • με επιπλέον σημασία: σκέφτομαι να κάνω κάτι
    Ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή.