Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Φραπέ σε γυάλινο ποτήρι με καλαμάκι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραπέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper < φραγκικά *hrapōn < πρωτογερμανική *hrapōną / *hrapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)krep- / *(s)kreb-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φραπέ ουδέτερο άκλιτο

  • (καφές) είδος στιγμιαίου καφέ που παρασκευάζεται με χτύπημα με νερό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • γίνομαι φραπέ: ανακατεύομαι, μπερδεύομαι ή τσακώνομαι πάρα πολύ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία