φραπεδούμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραπεδούμπα | οι | φραπεδούμπες |
γενική | της | φραπεδούμπας | — | |
αιτιατική | τη | φραπεδούμπα | τις | φραπεδούμπες |
κλητική | φραπεδούμπα | φραπεδούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραπεδούμπα θηλυκό
- (αργκό, καφές) ο απολαυστικός φραπέ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραπεδούμπα
|