φρακαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρακαρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρακάρω < βενετική fracar[1] [2] / fracàr < λατινική fragor[1] < frango < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰreg- (σπάω)
Μετοχή επεξεργασία
φρακαρισμένος, -η, -ο
- που έχει φρακάρει, που είναι ακινητοποιημένος, στριμωγμένος, σφηνωμένος
- είμαι φρακαρισμένος στην Αθηνάς και πάμε σημειωτόν/το ασανσέρ είναι φρακαρισμένο μεταξύ 2ου και 3ου ορόφου
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να σημειώσει πρόοδο
- νιώθω φρακαρισμένο το μυαλό μου
Μεταφράσεις επεξεργασία
φρακαρισμένος
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φρακαρισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας