φράξο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φράξο | τα | φράξα |
γενική | του | φράξου | των | φράξων |
αιτιατική | το | φράξο | τα | φράξα |
κλητική | φράξο | φράξα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φράξο < μεσαιωνική ελληνική φράξο(ν)[1] / φράξος[1] < φράξινος < λατινική fraxinus[2] < πρωτοϊταλική *fraksinos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰr̥Hǵ-s-inos < *bʰerHǵós (σημύδα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfra.kso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρά‐ξο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φράξο ουδέτερο
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο από το γένος Fraxinus, με σύνθετα φύλλα και μικρά λευκά άνθη, η μελία ή μελιά από την οποία παραδοσιακά κατασκευάζονταν πολλά όπλα στην αρχαία Ελλάδα και που είναι επίσης γνωστή για την παραγωγή του μάννα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 φράξο - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ η λατινική ονομασία του δέντρου μελιά