μελιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λιά
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελιά | οι | μελιές |
γενική | της | μελιάς | των | μελιών |
αιτιατική | τη | μελιά | τις | μελιές |
κλητική | μελιά | μελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μελιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελία με μετακίνηση τόνου για αποφυγή της χασμωδίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελιά
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- μελιά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μελιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μελής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μελής