Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φράκτης οι φράκτες
      γενική του φράκτη των φρακτών
    αιτιατική τον φράκτη τους φράκτες
     κλητική φράκτη φράκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φράκτης και φράχτης < μεσαιωνική ελληνική λέξη φράκτης < αρχαία ελληνική φράσσω και φράττω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φράκτης αρσενικό

  1. ένα φυσικό ή τεχνητό φράξιμο, εμπόδιο, συχνά από ξύλο, που περιβάλλει συνήθως μια ιδιοκτησία και υψώνεται περίπου μέχρι το στήθος ενός ανθρώπου ή και παραπάνω -στις υψηλότερες κατασκευές πάντως συνηθίζονται λεξεις όπως περίφραξη, τοίχος και αν είναι από πέτρα ή μπετόν μάντρα κ.λπ.)
    φράχτης από θάμνους (φυσικός), από συρματόπλεγμα, από ξύλο (ο κλασικός φράκτης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία