φράγκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φράγκο | τα | φράγκα |
γενική | του | φράγκου | των | φράγκων |
αιτιατική | το | φράγκο | τα | φράγκα |
κλητική | φράγκο | φράγκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φράγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική franco < γαλλική franc μέση γαλλική franc < παλαιά γαλλική franc < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- / *prAgn- (στύλος, κοτσάνι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfɾaŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρά‐γκο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φράγκο ουδέτερο
- (οικονομία) το νόμισμα της Ελβετίας
- (οικονομία, παρωχημένο) το νόμισμα του Βελγίου, της Γαλλίας πριν να περάσουν στο ευρώ, καθώς και άλλων κρατών ή αποικιών
- (οικονομία, γενικότερα) τα λεφτά
- (οικονομία, παρωχημένο, προφορικό) η δραχμή
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν αξίζει φράγκο: δεν έχει καμία αξία, είναι ασήμαντος
- δεν δίνω φράγκο: δεν με ενδιαφέρει καθόλου, δεν με νοιάζει καθόλου
- δεν έχω φράγκο: δεν έχω καθόλου λεφτά, είμαι απένταρος
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φράγκο στη Βικιπαίδεια