δίφραγκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίφραγκο | τα | δίφραγκα |
γενική | του | δίφραγκου | των | δίφραγκων |
αιτιατική | το | δίφραγκο | τα | δίφραγκα |
κλητική | δίφραγκο | δίφραγκα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.fɾaŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐φρα‐γκο
Ουσιαστικό επεξεργασία
δίφραγκο ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- τέρμα τα δίφραγκα: για να δηλωθεί ότι κάτι έχει τελειώσει ή ότι έχει παρθεί οριστική τελική απόφαση
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις φράγκο και Φράγκος