φουσκωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουσκωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου φουσκώνω
Μετοχή επεξεργασία
φουσκωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν φουσκώσει
- (για ποτάμια) που το επίπεδό του έχει ανεβεί πολύ λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων
- ο Πηνειός είναι φουσκωμένος
- (για λογαριασμό, φόρο, κλπ) υψηλός
- ο λογαριασμός τηλεφώνου είναι πολύ φουσκωμένος αυτό το μήνα
- (για μια υπόθεση, εργασία, κλπ) πολυπληθής, με πολλά στοιχεία
- φουσκωμένος χαρτοφύλακας