Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρνέλο τα φουρνέλα
      γενική του φουρνέλου των φουρνέλων
    αιτιατική το φουρνέλο τα φουρνέλα
     κλητική φουρνέλο φουρνέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρνέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fornello < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρνέλο ουδέτερο

  1. η δυναμίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη ανοιγμάτων σε βραχώδη μέρη
  2. (κατ’ επέκταση) η τρύπα που ανοίγεται, για να τοποθετηθεί η εκρηκτική ύλη

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία