φουρνέλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουρνέλο | τα | φουρνέλα |
γενική | του | φουρνέλου | των | φουρνέλων |
αιτιατική | το | φουρνέλο | τα | φουρνέλα |
κλητική | φουρνέλο | φουρνέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φουρνέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fornello < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher
Ουσιαστικό επεξεργασία
φουρνέλο ουδέτερο
- η δυναμίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη ανοιγμάτων σε βραχώδη μέρη
- (κατ’ επέκταση) η τρύπα που ανοίγεται, για να τοποθετηθεί η εκρηκτική ύλη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Εκφράσεις επεξεργασία
- βάζω φουρνέλο: (εκτός της κυριολεκτικής σημασίας) (μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον, δυναμιτίζω μια κατάσταση
- βάρδα φουρνέλο!