Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοροφυγάς οι φοροφυγάδες
      γενική του φοροφυγά των φοροφυγάδων
    αιτιατική τον φοροφυγά τους φοροφυγάδες
     κλητική φοροφυγά φοροφυγάδες
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη[1]
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοροφυγάς < φόρος + -ο- + φυγάς ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tax evader)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοροφυγάς αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που με αθέμιτα μέσα αποκρύπτει από τις δημόσιες αρχές το πραγματικό του εισόδημα για να μην πληρώσει τον οφειλόμενο φόρο που αντιστοιχεί σε αυτό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία