Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

fiscal (en)

  1. (οικονομία) δημοσιονομικός
    Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
    Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
  2. (οικονομία) οικονομικός



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fiscal fiscaux
θηλυκό fiscale fiscales

  Ετυμολογία επεξεργασία

fiscal < λατινική fiscalis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fis.kal/

  Επίθετο επεξεργασία

fiscal (fr)

Συγγενικά επεξεργασία