fiscal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
fiscal (en)
- (οικονομία) δημοσιονομικός
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- (οικονομία) οικονομικός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fiscal | fiscaux |
θηλυκό | fiscale | fiscales |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
fiscal (fr)